εθνογραφικός

εθνογραφικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην εθνογραφία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εθνογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εθνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Δ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”